- σκατόμυγα
- η1) навозная мука; 2) перен. подлый, мерзкий, назойливый человек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκατόμυγα — η, Ν 1. κοινή ονομασία μύγας που ζει σε περιττώματα και τρέφεται με αυτά 2. μτφ. (για πρόσ.) ευτελής, βρομερός … Dictionary of Greek
σκατόμυγα — η 1. είδος μύγας. 2. άνθρωπος ευτελής και ανάξιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… … Dictionary of Greek
σκατοφάγος — α, ο / σκατοφάγος, ον, ΝΜΑ αυτός που τρώει κόπρανα ή ακαθαρσίες, κοπροφάγος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. σκατοφάγος ζωολ. α) παλαιότερη ονομασία γένους ακανθοπτερύγιων περκόμορφων ιχθύων β) γένος δίπτερων εντόμων με καστανό ή κίτρινο χρώμα, τής… … Dictionary of Greek